ἀνταποδύομαι

English (LSJ)

[ῡ], strip, prepare for a contest with, τινί Philostr.Im.2.19.

Spanish (DGE)

1 desnudarse para enfrentarse a τοῖς ἐρρωμενεστέροις Philostr.Im.2.19
fig. Cristo γεμίσας ... τὸ πᾶν πρὸς πάσας τὰς ἀερίους ἀρχὰς γυμνὸς ἀνταπεδύσατο Hippol.Pasch.Fr.7 (p.270.27), τί οὐκ ἀνταποδύομαι; Synes.Calu.M.66.1173A.
2 luchar contra τοῖς πόνοις Cyr.Al.M.77.825B, contra los herejes, Cyr.Al.Ep.67 (p.38.30).
3 estar en conflicto con ἥ γε τῆς πίστεως παράδοσις τοῖς ... σοῖς ἀνταποδύεται λόγοις Cyr.Al.Nest.1.2 (p.20.3).

German (Pape)

[Seite 244] (s. δύω), sich gegenseitig auskleiden, dah. sich zum Kampfe rüsten, Sp., z. B. πόνοις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποδύομαι: μέσ. μετὰ πρκμ. καὶ ἀορ. ἐνεργ., ἀντεπεξέρχομαί τινι ἐν τῷ ἀγῶνι, τοῖς δὲ ἐρρωμενεστέροις ἀνταποδύεται Φιλόστρ. 842. 19.