ἀντεμπλέκω

German (Pape)

[Seite 246] gegenseitig verflechten; pass., sich umarmen, in einander verschlungen sein, ἀλλήλοις ἀντεμπλεκόμενα ἐν ἁλύσεως εἴδει Poll. 1, 184.

Spanish (DGE)

1 entrecruzar (ταινίας) κατὰ στέρνου πάλιν κατὰ πλευρὰν ἀντεμπλέκοντες Sor.Fasc.167.9
en v. pas. entrecruzarse ῥίζαι ... ἀντεμπεπλεγμέναι ἀλλήλαις Dsc.4.75, ἀλλήλοις Poll.1.184.
2 en v. med. abrazar a su vez I.AI 16.61.