ἀντεμφράττω

English (LSJ)

obstruct, Simp.in Cael.441.7.

Spanish (DGE)

tapar, obstruir τῆς ἐπιτηδειότητος ἀντεμφραττούσης (τὰς τῶν οὐρανίων ἐλλάμψεις) Simp.in Cael.441.7.