ἀντεπίσταλμα

English (LSJ)

-ατος, τό, return furnished in reply, CPR20i20 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
respuesta, contestación a una carta ἀρκεσθή[σο] μαι γὰρ τῷδ[ε] τῷ ἀντεπι[σ] τάλματι ἐ[ν] μεγίστῳ δικαιώματι CPR 1.20.1.20 (III d.C.).