ἀντημοιβός

English (LSJ)

ἀντημοιβόν, Ep. for ἀνταμοιβός, corresponding, Call.Del.52.

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): tb. ἀνταμοιβός PMasp.151.257 (VI d.C.)
1 que corresponde, que conviene οὔνομα Call.Del.52.
2 subst. τὰ ἀ. represalias, PMasp.151.251 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 248] ion. für ἀνταμοιβός, Call. Dei. 52, vergeltend, Conj. für ἀντίμοιβος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντημοιβός: -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἀνταμοιβός, ἀνταποκρινόμενος, ἁρμόζων, τοῦτό τοι ἀντημοιβὸν ἁλίπλοοι οὔνομ’ ἔθεντο Καλλ. εἰς Δῆλον 52.