ἀντικαθέζομαι

German (Pape)

[Seite 252] (s. ἕζομαι), sich gegenüber lagern, ἀντικαθεζόμενοι Thuc. 1, 30; ἀντεκαθέζοντο 4, 124, entspr. dem vorangeh. ἀντιστρατοπεδεύεσθαι.

Spanish (DGE)

1 tomar posiciones frente a frente Th.1.30, 4.124.
2 estar en otro bando, ser de la opinión contraria τῶν γὰρ ἀντικαθεζομένων αὐτῷ τις τὴν τοὐναντίον ἀξιοῦσαν προοίσεται φάσιν S.E.M.7.315, cf. Gr.Naz.M.37.1358A.