ἀντιπαρεξαγωγή

English (LSJ)

ἡ, a means of attack in controversy, πρός τινα S.E.M.7.150.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
postura contraria en una controversia, Plu.Lib.5, πρὸς τοὺς Στωικούς S.E.M.7.150.

German (Pape)

[Seite 257] ἡ, das dagegen Ausrücken, Plut. frg. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρεξᾰγωγή: ἡ, μέσον ἐπιθέσεως ἐν συζητήσει, ἐναντίωσις, πρός τινα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 150.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπαρεξᾰγωγή:выступление против, опровержение, полемика (πρὸς τοὺς Στωϊκούς Sext.).