ἀντισπαστικός

English (LSJ)

ἀντισπαστική, ἀντισπαστικόν,
A able to draw back, retractile, Arist.HA638a31.
II revulsive, βοηθήματα Gal. 17(1).907. Adv. ἀντισπαστικῶς = with revulsion Id.11.305.
III in Metric, antispastic, Heph.10,al.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I cien.
1 retráctil οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικήν Arist.HA 638a31.
2 revulsivo βοηθήματα Gal.17(1).907.
II métr.
1 antispástico Heph.10, Mar.Vict.p.87, Diom.1.505.13, Seru.4.463.17, Priscian.Inst.3.459.10.
2 endecasílabo sáfico Mar.Vict. p.172.
III adv. ἀντισπαστικῶς = espasmódicamente Gal.11.305.

German (Pape)

ab- und auf etwas anderes hinziehend, βοήθημα Galen.; μέτρον, antispastisch, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισπαστικός:
I сокращающийся, сжимающийся (ὑστέρα Arst.).
II ὁ (sc. πούς) = ἀντίσπαστος

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισπαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντισπᾷ ἢ ν’ ἀναχαιτίζῃ: ἀντισπαστικὸν βοήθημα, τό γε μὴν ἐμέτοις χρῆσθαι, τῶν αἰδοίων πεπονθότων, ἀντισπαστικόν ἐστι βοήθημα. Γαλην.· οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικὴν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 7, 6: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ὀρειβάσ. 2, σ. 32, Daremb. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ ἀνήνων εἰς τὸν ἀντίσπαστον, ἀντισπαστικὸν μέτρον Ἡφαιστ. 1. 9., 10. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀντισπαστικός, ή, -όν)
(Μετρ.) αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους
αρχ.
ο ικανός να αναχαιτίζει.