= ἀνθίσταμαι, Hsch. s.v. ἀντεξάγω.
resistir Seru.Georg.2.417, cf. Didym.Trin.M.39.901A, Hsch.s.u. ἀντεξάγω.
ἀντιστήκω: ἀνθίσταμαι, κοιν. «ἀντιστέκω», «ἐνστάτης, ὁ ἐν τῇ ὁδῷ ἀντιστήκων τινὶ» Σχόλ. εἰς Σοφοκλ. Αἴαντα 104. - «ἀντεξάγω, ἀντιστήκω» Ἡσύχ.