ἀντιτίμημα
English (LSJ)
-ατος, τό, glossed by ἀντιτῑμ-ησις, εως, ἡ, Hsch.
Spanish (DGE)
ἡ ἀντιτίμησις Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτίμημα: τό, καὶ ἀντιτίμησις, εως, ἡ, τὸ ἀντιτιμᾶσθαι, Ἀττ. νομικός ὅρος σχεδὸν τῷ παραπλησίῳ ὅρῳ ὑποτίμησις.
German (Pape)
τό, die durch die ἀντιτίμησις festgesetzte Geldstrafe.