ἀντιχαιρετίζω

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχαιρετίζω: ἀντασπάζομαι, «ἀντιχαιρετῶ», ἀντιχαιρετίζονται παρ’ αὐτοῦ Κ. Πορφυρ. ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 442, ἔκδ. Β.