ἀντλητήριος
English (LSJ)
α, ον, of or for drawing up: τὸ ἀ. (sc. ἀγγεῖον) bucket, D.C.50.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντλητήριος: -α, -ον, ὁ πρὸς ἄντλησιν κατάλληλος, τὸ ἀντλητήριον (ἐνν. ἀγγεῖον) = καδίσκος πρὸς ἄντλησιν, Δίων Κ. 50. 34.
α, ον, of or for drawing up: τὸ ἀ. (sc. ἀγγεῖον) bucket, D.C.50.34.
ἀντλητήριος: -α, -ον, ὁ πρὸς ἄντλησιν κατάλληλος, τὸ ἀντλητήριον (ἐνν. ἀγγεῖον) = καδίσκος πρὸς ἄντλησιν, Δίων Κ. 50. 34.