ἀνυποδητέω

English (LSJ)

go barefoot, Arist.Fr.74, Luc.Cyn.1.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. -δετέω Muson.19
ir descalzo Arist.Fr.74, Muson.19, Luc.Cyn.1, Tz.Comm.Ar.2.470.16.

German (Pape)

[Seite 266] (unatt. ἀνυποδετέω), keine Sohlen unterbinden, barfuß gehen, Ath. IV, 163 d; Luc. cyn. 1.

French (Bailly abrégé)

ἀνυποδητῶ :
aller pieds nus.
Étymologie: ἀνυπόδητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυποδητέω: ходить босиком Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποδητέω: εἶμαι ἀνυπόδητος, «’ξυπόλυτος», Ἀριστ. Ἀποσπ. 64, Λουκ. Κυν. 1.

Greek Monotonic

ἀνυποδητέω: μέλ. -ήσω, περπατώ ξυπόλητος, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from ἀνυπόδητος
to go barefoot, Luc.