ἀνυποτακτέω

English (LSJ)

to be unruly, insubordinate, Sch.Od.19.179.

Spanish (DGE)

insubordinarse Sch.Od.19.179, cf. Origenes Comm.in Eph.1.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποτακτέω: εἶμαι ἀνυπότακτος, ἀκατάστατος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 179.