ἀνυφάντης

English (LSJ)

ἀνυφάντου, ὁ, one who weaves anew, Suid.:—fem. ἀνυφάντρια, Eust.1764.60.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ zurcidor Sud.s.u. ὑφάντης.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ντρια, -ντρα, -ντού) (Μ ἀνυφαντής)
1. ο υφαντής, αυτός που υφαίνει ή που ξαναϋφαίνει
2. η αράχνη η υφαντική.