ἀνωλόφυκτος
English (LSJ)
ἀνωλόφυκτον, (ὀλοφύζω) unbewailed, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον no llorado Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωλόφυκτος: -ον, (ὀλοφύζω) ὃν δὲν ἐθρήνησέ τις, «ἀνωλόφυκτον· ἀδάκρυτον» Ἡσύχ.
ἀνωλόφυκτον, (ὀλοφύζω) unbewailed, Hsch.
-ον no llorado Hsch.
ἀνωλόφυκτος: -ον, (ὀλοφύζω) ὃν δὲν ἐθρήνησέ τις, «ἀνωλόφυκτον· ἀδάκρυτον» Ἡσύχ.