ἀνωρεπής
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωρεπής: ές· ὁ πρὸς τὰ ἄνω ῥέπων, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ές
animoso τὸν ... τῇ ἀπογνώσει ἁλισκόμενον ἀνωρεπῆ βιάζεσθαι ποιεῖν Ath.Al.M.28.1520D.
ἀνωρεπής: ές· ὁ πρὸς τὰ ἄνω ῥέπων, Βυζ.
-ές
animoso τὸν ... τῇ ἀπογνώσει ἁλισκόμενον ἀνωρεπῆ βιάζεσθαι ποιεῖν Ath.Al.M.28.1520D.