ἀξιωμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim., petty dignity, Arr.Epict.2.2.10.

Spanish (DGE)

-ου, τό
honrilla τηρῆσαι ... ἀξιωμάτιον salvar la honrilla Arr.Epict.2.2.10.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite dignité.
Étymologie: ἀξίωμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιωμάτιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ ἀξίωμα, μικρὰ ἀξιοπρέπεια, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 2, 10.