ἀξιόμορφος

English (LSJ)

ἀξιόμορφον, shapely, beautiful, Man.4.513.

Spanish (DGE)

-ον hermoso ἄνδρες Man.4.513.

German (Pape)

[Seite 270] von würdiger Gestalt, ἄνδρες Maneth. 4, 513.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν λόγου μορφήν, εὔμορφος, Μανέθ. 4. 513.