ἀξονήλατος

English (LSJ)

ἀξονήλατον, whirling on the axle, σύριγγες A.Supp.181.

Spanish (DGE)

(ἀξονήλᾰτος) -ον movido por el eje σύριγγες A.Supp.181.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agité sur sa tige.
Étymologie: ἄξων, ἐλαύνω.

German (Pape)

σύριγγες, von der Achse bewegt, Aesch. Suppl. 178.

Russian (Dvoretsky)

ἀξονήλατος: вращающийся вокруг оси (σύριγγες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξονήλᾰτος: -ον, περιστρεφόμενος περὶ ἄξονα, σύριγγες Αἰσχύλ. Ἱκ. 181.

Greek Monolingual

ἀξονήλατος, -ον (Α)
αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξων (-ονος) + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α' συλλαβής].

English (Woodhouse)

turning in the axle