ἀπάρτισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἀπαρτισμός (completion, rounding off), Sm. 3Ki. 7.9 (46).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 remate de un edificio (ἕως) τῶν ἀπαρτισμάτων Sm.3Re.7.9.
2 cumplimiento, consumación τῆς ἀφθαρσίας Ign.Phil.9.2.

German (Pape)

τό, Vollendung, LXX.