ἀπάχεια

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, thinness, Eust.641.33.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ delgadez Eust.641.33.

Greek Monolingual

ἀπάχεια, η (Μ)
το να είναι κανείς άπαχος, αδύνατος στο σώμα.