ἀπέωσα

French (Bailly abrégé)

ao. Act. de ἀπωθέω.

Greek Monotonic

ἀπέωσα: αόρ. αʹ του ἀπωθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέωσα: aor. к ἀπωθέω.