ἀπίκραντος

Greek (Liddell-Scott)

ἀπίκραντος: -ον, (πικραίνω) ὁ μὴ ἔχων πίκραν, ὁ μὴ πικράζων, κοιν. ὁ μὴ «πικρίζων» τοῦ στόματος ἀπικράντου ὄντος Ἀνώνυμ. π. διαίτ. ἐν Ideler Phys. 2. 196.