ἀπίσσωτος
English (LSJ)
ἀπίσσωτον, (πισσόω) unpitched, ἄγγη Str.11.10.2, cf. Dsc.1.71 (interpol.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἀπίττωτος Str.11.10.1
no recubierto de pez, no embreado ἄγγη Str.l.c., σκεῦος Gp.6.16.6, cf. Dsc.1.71.
German (Pape)
[Seite 291] unverpicht, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπίσσωτος: -ον, (πισσόω) ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ πίσσης, Στράβ. 516.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπίσσωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει αλειφθεί με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πισσώ (-όω) < πίσσα.