ἀπαρνητής

English (LSJ)

ἀπαρνητοῦ, ὁ, one who denies, Glossaria.

Spanish (DGE)

-οῦ que niega, Gloss.2.233.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐντελῶς ἀρνούμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο
αυτός που αρνείται εντελώς, που αποκηρύσσει κάτι.