ἀπατήμων

English (LSJ)

ἀπατήμον, gen. ονος, = ἀπατήλιος, Orac. ap. Zos.1.52.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
engañoso ἀπατήμονες οὔλιοι ἄνδρες Orác. en Zos.1.57.

German (Pape)

[Seite 282] ον, betrügerisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰτήμων: -ον, γεν. ονος, = ἀπατήλιος, Ζωσιμ. 1. 52, 9.