ἀπεικώς

English (LSJ)

v. ἀπέοικα.

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
v. ἀπέοικα.

Greek Monotonic

ἀπεικώς: -εικότως, βλ. ἀπ-εοικώς.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεικώς: υῖα, ός атт. = ἀπεοικώς.