ἀπεκεῖ

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεκεῖ: ἐπίρρ. ὡς καὶ νῦν, «ὅτι ἀπεκεῖ κατέβαινε τὸ ἅγιον φῶς» Ἀνωνύμ. π. Ἱεροσολ. σ. 81. 4.