ἀπελεγκτής

English (LSJ)

ἀπελεγκτοῦ, ὁ, one who refutes, Oenom. ap. Eus.PE6.7.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ refutador γόητος ἀπελεγκτής Oenom.14 (p.381).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελεγκτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξελέγχων, ἀναιρῶν, Οἰνόμ. Παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 256Β.