ἀπερίσσευτος

English (LSJ)

= ἀπέριττος, Phint. ap. Stob.4.23.61a.

Spanish (DGE)

-ον
simple, δεῖ λευχείμονα ἦμεν ... καὶ ἀπερίσσευτον Phint.p.37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίσσευτος: ἀπέριττος Φιντ. παρὰ Στοβ. 44. 53.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπερίσσευτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν περισσεύει, δεν πλεονάζει
αρχ.
ο απέριττος.