ἀπερίφρακτος

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίφρακτος: -ον, ὁ μὴ περιπεφραγμένος, μεταφορ. ἀπροστάτευτος, Βασ. τ. 1. σ. 940D.

Spanish (DGE)

-ον
no amurallado, carente de protección fig. οὐκ ἀ. καταλιμπάνων τὸν ἑαυτοῦ λαόν, ἀλλὰ μιᾷ περιλαμβάνων αὐλῇ Basil.M.30.356A, del alma, Ephr.Syr.3.212E.