ἀπεριμερίμνως
French (Bailly abrégé)
adv.
sans réflexion, sans prévoyance.
Étymologie: ἀ, περιμέριμνος.
Spanish (DGE)
adv. descuidada, irreflexivamente τὴν θύραν λελάκτικας Ar.Nu.136, cf. Synes.Dio M.66.1117D, Cyr.Al.M.68.473A.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεριμερίμνως: беззаботно, не раздумывая, т. е. изо всех сил (κόπτειν τὴν θύραν Arph.).
English (Woodhouse)
(see also: ἀπεριμέριμνος) imprudently