ἀπευκτικός

English (LSJ)

ἀπευκτική, ἀπευκτικόν, deprecatory, ὕμνοι Men.Rh.p.342S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν conjurador ὕμνοι Men.Rh.p.342.

Greek Monolingual

ἀπευκτικός, -ή, -όν (Α)
αποτρεπτικός.