ἀπημελημένως
English (LSJ)
Adv., (ἀπαμελέω) carelessly, Procop.Vand.1.4, al.
Spanish (DGE)
adv. formado sobre el part. perf. pas. de ἀπαμελέω q.u. descuidadamente ἀ. ἐκάθευδε Procop.Vand.1.4.4.
German (Pape)
[Seite 290] ganz vernachlässigt, Sp., die auch ἀπημελέω haben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπημελημένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀπαμελέω, παραμελημένως, ἠμελημένως, ἐν αὐτοῖς δὲ καὶ Μαρκιανὸς ὅπου δὴ ἀπημελημένως ἐκάθευδε Προκοπ. Βανδ. 1. 4, σ. 185D.