ἀπλήστως

English (Woodhouse)

(see also: ἄπληστος) insatiably

French (Bailly abrégé)

adv.
ἀπλήστως διακεῖσθαι = être insatiable.
Étymologie: ἄπληστος.

Spanish

insaciablemente

Russian (Dvoretsky)

ἀπλήστως: ненасытно, жадно (ἔχειν или διακεῖσθαι πρός τι Xen., Isocr., περί τι Isocr. и τινός Plut.).