ἀποβρύω

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβρύω: ἀναβλαστάνω, Μ. Σύγκελ. Ἐγκώμ. Διονυσ.

Spanish (DGE)

derramar τὰς τοῦ Κυρίου πηγάς Isid.Pel.Ep.M.78.220B.