ἀποδεικτός

English (LSJ)

ἀποδεικτή, ἀποδεικτόν,
A demonstrable or to be demonstrated, Arist.AP0.76b33, al.
2 demonstrated, Id.EN1140b32.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 demostrable, αἴτημα Arist.APo.76b33, cf. 90b10.
2 demostrado τὸ ἐπιστητὸν Arist.EN 1140b35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεικτός: -ή, -όν, (Φιλόδημ. ἐν Vol. Herc. 1. 61D), ὁ δυνάμενος νὰ ἀποδειχθῇ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10., 7, καὶ ἀλλ. 2) ἀποδεικνυόμενος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 6, 1, κτλ. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 498.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδεικτός: доказуемый, тж. доказанный или подлежащий доказательству Arst.

German (Pape)

bewiesen, erweislich, Arist. an. post. 1.10.