ἀποδερματόομαι

English (LSJ)

Pass., of shields, to have their leather covering destroyed, ὑπ' ὄμβρου Plb.6.25.7: —late in Act., flay, κεφαλὴν ξίφει Zos.Alch.p.108B.

Spanish (DGE)

1 pelarse la cubierta de cuero de un escudo ὑπὸ ... τῶν ὄμβρων Plb.6.25.7.
2 tard. en act. desollar τὴν κεφαλήν μου τῷ ξίφει Zos.Alch.p.108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδερμᾰτόομαι: παθ., ἐπὶ ἀσπίδων, ἐκ βοείου δέρματος, αἵτινες εὐκόλως ἐβλάπτοντο ὑπὸ τῆς βροχῆς καὶ κατεστρέφετο τὸ δέρμα, ὑπό τε τῶν ὄμβρων ἀποδερματούμενοι και μυδῶντες (οἱ θυρεοὶ) δύσχρηστοι καὶ πρότερον ἦσαν, καὶ νῦν ἔτι γίγνονται παντελῶς Πολύβ. 6. 25, 7.