ἀποδημαγωγέω
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδημαγωγέω: μέλλ. -ήσω, ἐπὶ δημαγωγῶν, διὰ ῥητορικῆς καὶ σοφισμάτων ἐξαπατῶ ἢ ἀποπλανῶ τινα, τῆς ἀλήθειας Κλήμ. Ἀλ. 429, 42.
Spanish (DGE)
German (Pape)
durch Demagogenkünste Einen abbringen, irreführen, τῆς ἀληθείας, von der Wahrheit, Clem.Al.