ἀποδιαληπτός

English (LSJ)

ἀποδιαληπτή, ἀποδιαληπτόν, separable, ἀ. καθ' ἑαυτήν Stoic.2.126.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
separable ἀ. καθ' ἑαυτήν Chrysipp.Stoic.2.126.