ἀποδιηθέω

English (LSJ)

strain off, filter, Gp.9.20.

Spanish (DGE)

colar, filtrar ἀποδιηθήσας χρῶ τῷ ἐλαίῳ tras filtrarlo utiliza el aceite, Gp.9.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιηθέω: διηθῶ, στραγγίζω, «σουρώνω», Γεωπ. 9. 20.