ἀποδιωκτέος

English (LSJ)

α, ον, to be driven away, Hdn. Epim. 165.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 que debe ser alejado Hdn.Epim.165.
2 neutr. impers. hay que alejar κύνας Lib.Fab.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιωκτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, Ἡρωδιαν. Ἐπιμερισμ. 165. 2) ἀποδιωκτέον, δεῖ ἀποδιώκειν, Λιβάν. 4. 853.