ἀποδοχεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A = ἀποδέκτης, IG5(2).434 (Megalopolis), Epist. ap. J.AJ16.6.2, Them.Or.15.192c.
2 keeper of archives, ἀ. δημοσίων γραμμάτων IGRom.4.1248 (Thyatira), Jahresh.21/2 Beibl.255 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 recaudador, tesorero, IG 5(2).434.4, Decr. en I.AI 16.163, CRIA 168.15 (II d.C.), Them.Or.15.192c.
2 conservador de archivos δημοσίων γραμμάτων IGR 4.1248 (Tiatira), SEG 2.653.7 (Esmirna II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοχεύς: έως, ὁ, = ἀποδέκτης, Ἐπιγρ. Θυατ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3490, Θεμίστ. 192C, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 16. 6, 2.
Greek Monolingual
ἀποδοχεύς, ο (Α) αποδοχή
1. ο αποδέκτης
2. ο αρχειοφύλακας.
German (Pape)
ὁ, = ἀποδεκτήρ, Themist.