ἀποδραπετεύω

English (LSJ)

run away from, τι Tz. inAn.Ox.4.80.

Spanish (DGE)

huir ζυγὸν τὸν τῆς δουλείας Tz. en An.Ox.4.80.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρᾱπετεύω: δραπετεύω, φεύγω ἀπό τινος, ἀπεδραπέτευσε ζυγὸν τὸν τῆς δουλείας Τζέτζ. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 4. 80.