ἀποδρασκάζω

English (LSJ)

= ἀποδιδράσκω, Tz.H.1.502.

Spanish (DGE)

escapar ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου Tz.H.1.505
fig. τῶν δυσχερῶν Tz.Comm.Ar.1.96.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρασκάζω: ἀποδιδράσκω, Βυζ. ἀποδράσκω, Ρήτορες (Walz) 3. 579.