ἀποειπεῖν

English (LSJ)

ἀπεῖπον.

{{ |=v. ἀπεῖπον. }}

German (Pape)

[Seite 302] poet, für ἀπειπεῖν, s. oben.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀπειπεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποειπεῖν: ἀποειπών, ἴδε ἀπεῖπον.

Greek Monotonic

ἀποειπεῖν: Επικ. απαρ. του ἀπ-εῖπον.