ἀποθέσιμος

English (LSJ)

ἀποθέσιμον, stored away, χρήματα J.AJ16.7.1.

Spanish (DGE)

-ον guardado χρήματα I.AI 16.181.

German (Pape)

[Seite 303] zum Aufbewahren, Beiseitlegen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθέσιμος: -ον, ἀποτεθειμένος, ἀποθέσιμα.. χρήματα… οὐχ εὗρε Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰουδ. 16. 7, 1.

Greek Monolingual

ἀποθέσιμος, -ον (Α) αποτίθημι
αυτός που μπορεί να αποθηκεύεται, που αποταμιεύεται.