ἀποθύσκειν

English (LSJ)

ἀποτυγχάνειν, Hsch.

Spanish (DGE)

ἀποτυγχάνειν Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθύσκειν: «ἀποτυγχάνειν» Ἡσύχ.