ἀποικονόμησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, getting rid of a thing, Cass.Pr.70.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de quitarse de encima, descarga, evacuación ἐπὶ τῶν ῥοωδῶς πυρεσσόντων, διαφορήσεως οὔσης καὶ ἀποικονομήσεως ..., θερμασία τις ἐπιφαίνεται Cass.Pr.70.

German (Pape)

[Seite 304] ἡ, das Verbrauchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικονόμησις: -εως, ἡ, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος πράγματος, Κασσ. Πρβλ. 70.